- ἀμφίχυτος
- ἀμφίχῠτος, ον,A poured around; thrown up around, τεῖχος ἀ., i.e. an earthen wall, Il.20.145, cf. Hellanic.26 J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμφίχυτος — ἀμφίχυτος, ον (Α) [ἀμφιχέω] 1. ο χυτός ολόγυρα 2. (για τείχος) ο κατασκευασμένος από χώμα και όχι από πέτρες … Dictionary of Greek
ἀμφίχυτος — poured around masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφίχυτον — ἀμφίχυτος poured around masc/fem acc sg ἀμφίχυτος poured around neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιχέω — ἀμφιχέω (Α) Ι. ενεργ. περιχύνω, περιβάλλω παθ. 1. χύνομαι, διασκορπίζομαι παντού 2. (για πρόσωπα) περιπτύσσομαι, πέφτω στην αγκαλιά κάποιου, αγκαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + χέω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίχυτος] … Dictionary of Greek